Ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή του Ναυπλίου (1833)

Ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή του Ναυπλίου (1833)

«Έχοντας κατηγορηθεί για προδοσία εναντίον του (ανήλικου ακόμη) Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης ρίχτηκε στις φυλακές του Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, στις 7 Σεπτέμβρη του 1833. Η Ελλάδα έχει δώσει αρκετές πίκρες σε δικούς της ήρωες, ιδίως σε μεταβατικές περιόδους, όπου στην εξουσία δε βρίσκονται άξια παιδιά της, αλλά ξένοι. Ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά (που είχε φτάσει τα 63 του χρόνια), έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά του (όπως τα υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη):

“Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ’χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες. “

Τον Απρίλη του 1834 έγινε η δίκη. Εισαγγελέα διόρισαν τον Σκοτσέζο Μάνσωνα, πρόεδρο τον Πολυζωΐδη, μέλος τον Τερτσέτη… και άλλους. Δικηγόροι υπεράσπισης οι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης. Στη δίκη “παρέλασαν” ψευδομάρτυρες, αλλά κατέθεσαν και άνθρωποι με ψυχή και ήθος. Πολυζωΐδης και Τερτσέτης αντιστέκονται. Όμως, κάτω από πίεση του τότε (προσωρινού) υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Σχινά, Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας καταδικάζονται σε θάνατο.

Λίγο πριν την επιβολή της ποινής, πληροφορούνται ότι τους δόθηκε χάρη απ’ τον βασιλιά. Όχι πως τέλειωσαν εκεί τα βάσανα και η αδικία. Τους μετέφεραν στο Παλαμήδι “σε σιγουρότερο μέρος” για άλλους έντεκα μήνες. Όταν επιτέλους ο Όθωνας ανέβηκε στο θρόνο, τους ελευθέρωσε. Όπως λέει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης: “η υποδοχή που μου έκαμε ο λαός, με έκαμε να λησμονήσω όλες τις δυστυχίες που πέρασα”. Μόνο άνθρωπος του δικού του μεγαλείου, θα μπορούσε να το πει αυτό, μετά απ’ όλα τα δεινά που τον βρήκαν.

Κατεβαίνουμε λίγα σκαλοπάτια, σ’ ένα πλακόστρωτο χώρο. Το βλέμμα του επισκέπτη, είναι φυσικό να οδηγείται πρώτα στο θέμα του Παύλου Μελά. Τη σύνθεση αυτή την ανακαλύπτει στην πορεία και τότε είναι που καταλαβαίνει γιατί τοποθέτησα στον ίδιο άξονα δυο θέματα: επάνω τον Κολοκοτρώνη να θριαμβεύει και κάτω να βρίσκεται φυλακισμένος. Πάντα τέτοιες αντιφάσεις μας θλίβουν, για το πώς πληρώνονται οι πατριώτες, οι ήρωές μας…

Αποτύπωσα, φωτογράφησα και σχεδίασα, τη φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο. Στη σύνθεση αυτή, χρησιμοποίησα τούβλα, τσιμέντο και χρώματα, για να αποδώσω σε κλίμακα 1:1 τον αυθεντικό χώρο των κάτεργων του Ιτς Καλέ. Στέρεοι τοίχοι, δημιουργούν, στην ουσία, μια τρύπα-άνοιγμα, ένα μικρό σκοτεινό και υγρό χώρο χωρίς παράθυρα. Σ’ αυτόν ζούσε ο μελλοθάνατος Γέρος του Μοριά, ο Ήρωας, ο πατέρας της Νίκης…

Κλείνοντας αυτή την ενότητα, αναφέρω ότι διάλεξα τις προσωπικότητες του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και του Μακρυγιάννη, ξέροντας ότι έδωσαν ό,τι είχαν για τον Τόπο και τον Αγώνα και αντί για ουσιώδη αναγνώριση και δικαίωση, εισέπραξαν πίκρα. Και οι τρεις αυτοί επώνυμοι ήρωες και πολλοί άλλοι … επώνυμοι και ανώνυμοι.»

Παύλος Βρέλλης, Μπιζάνι 1994.