Εσωτερικοί χώροι
Ας παρακολουθήσουμε τη συναρπαστική αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, του ίδιου του καλλιτέχνη Παύλου Βρέλλη για το πως διαμόρφωσε τους εσωτερικούς χώρους του Μουσείου:
«Στα μέσα του 1984, άρχισα τη γενική και μερική διαίρεση του εσωτερικού χώρου. Ξεκίνησα από τον κενό χώρο που δημιούργησαν οι εξωτερικοί τοίχοι του Κτιρίου-Μουσείου, κάπου 2.500 κυβικά μέτρα. Εσωτερικά, ο όγκος αυτός, διαρρυθμίζεται ανάλογα με τη θεματογραφία των 36 χώρων, ανομοιογενών και ανισοϋψών μεταξύ τους. Έτσι αναπτύσσονται, λειτουργικά, κατά τρόπο:
- παράλληλο,
- συνάλληλο (κοινή επιφάνεια ανάμεσα σε δυο θέματα),
- και διάλληλο (το ένα επίπεδο διέρχεται μέσω του άλλου).
Έγινε προεργασία με προοπτικά και αξονομετρικά σχέδια, και άρχισα να χαράζω στο δάπεδο, με μια κιμωλία, το πρώτο μου θέμα: τις Φυλακές (βρίσκονται 2,50 μέτρα πάνω από το δρόμο που ήρθαμε). Υπολόγισα τις προεκτάσεις που θα είχε το πρώτο θέμα που άρχισα, στα υπόλοιπα. Δημιούργησα, τοίχους στήριξης γερούς με τούβλα, καθώς πεσσούς. Καθόριζα περάσματα και ανοίγματα για τα επάνω θέματα, αφήνοντας αναμονές για τη σύνδεσή τους. Μετά, μόνος μου, επένδυσα με πέτρα μερικά θέματα.
Στη συνέχεια χρωμάτισα τους χώρους, για να δώσω την ατμόσφαιρα του θέματος και στο τέλος τοποθέτησα τα κέρινα ομοιώματα, στις θέσεις που είχα προκαθορίσει. Μέτρο σύγκρισης για κάθε θέμα, είχα τον άνθρωπο. Μερικώς, χρησιμοποίησα αρμονικούς λόγους, ανάλογα με το θέμα και την περίσταση. Σε διάφορα θέματα, αύξησα την Τάξη και μείωσα την Πολυπλοκότητα, ή το αντίστροφο, για να βρω το σωστό Μέτρο.
Διατήρησα έτσι μια ενότητα στην Ποικιλία. Σεβάστηκα επίσης τη μυστική σχέση ύλης και μορφής, όπως και τη σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Βασικός σκοπός, είναι να εξυπηρετήσω τον επισκέπτη-θεατή, που βαδίζει, ακουμπά, κατεβαίνει με βήματα μικρά & μεγάλα. Ο κάθε επισκέπτης, συγκρίνει το σώμα του με τους χώρους των αιθουσών, διαδρόμων, βράχων, βουνών, κ.λπ., υποκειμενικά.
Έχει λοιπόν ένα μέτρο εξωτερικό (ποιότητα), με το οποίο βγάζει μόνος του την κλίμακα του έργου που βλέπει. Τα 12 χρόνια δουλειάς δεν είναι λίγα, γιατί άρχισα στα 60 μου χρόνια και οι δυσκολίες ήταν πολλές: καιρικές συνθήκες, οικονομικά προβλήματα, καλλιτεχνική ευσυνειδησία (μεράκι και τελειομανία), με φέρανε στο χρόνο αυτό.
“Ένα έργο σαν αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Νομίζω ότι σταμάτησα εδώ που πρέπει”
Αυτό που έκανα, σαν Ιστορική και Καλλιτεχνική αγωγή, είναι μια προσφορά –έστω και ελάχιστη– στον τόπο μου. Είναι το παρελθόν και χωρίς αγάπη για το παρελθόν, δεν υπάρχει αγάπη για την Ιστορία αυτού του τόπου».
Παύλος Παν. Βρέλλης, Γλύπτης
Μπιζάνι Ιωαννίνων, Χειμώνας 1994/5