Εξωτερικοί χώροι

Home / Εξωτερικοί χώροι

Περιγραφή της μορφής και της δομής των εξωτερικών χώρων του Μουσείου Ελληνικής Ιστορίας του Παύλου Βρέλλη, από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, το 1991:

«Οι σημειώσεις μου αυτές, σκοπό έχουν να δώσουν στον επισκέπτη: πρώτο, μια σύντομη αναφορά γιατί έδωσα τόσο μεγάλη σημασία στη δημιουργία και διαμόρφωση του εξωτερικού χώρου και δεύτερο, με ποιο σκεπτικό, με ποιόν τρόπο και μέσα τον έφτιασα.

Στην ξενάγησή μου υπάρχει το αίτιο, το αιτιατό και το αποτέλεσμα

Το κτίριο έχει μορφή Ηπειρωτικής αστικής φρουριακής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Διαβάζεται στο σύνολο των όγκων και στα στοιχεία που φέρει, με τον ανάλογο διάλογο κλειστής (τοίχοι, στέγες) και ανοιχτής (παράθυρα, πόρτες) φόρμας.

Προσπαθώ επίσης να σεβαστώ: πρώτο, την παράδοση, από την οποία πήρα όλα τα στοιχεία για να σχεδιάσω και να φτιάσω αυτό που βλέπετε, δεύτερο, τον περιβάλλοντα χώρο (φύση) και τρίτο, τον επισκέπτη, που ανάλογα με τις γνώσεις και την αγάπη του θα αποκαλύπτει ένα-ένα τα στοιχεία στην εξέλιξή τους, στη μερική και γενική θέα του όλου έργου.

Το Φλεβάρη του 1983, αγόρασα στο χωριό Μπιζάνι 17 στρέμματα γης, για να φτιάξω αυτό το Μουσείο. Ήμουνα τότε 60 χρονών. Μέτρησα την αντοχή μου και την ανοχή μου. Αυτά που βρήκα ήταν βράχια, ανώμαλο έδαφος με μεγάλες κλίσεις (πουθενά οριζόντια επιφάνεια), λίγες ασφάκες και πουρνάρια ’δω και ’κει και δυο μικρές γκορτσιές. Πουθενά δρόμος ή μονοπάτι δεν υπήρχε. Το πρώτο που ’κανα, ήταν να χαράξω δρόμους. Καθόρισα με μεγάλη προσοχή που θα γινόταν τα κτίρια.

Έτσι, όπως ανεβαίνουμε, χαράχτηκε δεξιά η άνοδος και αριστερά η κάθοδος/έξοδος. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια νησίδα μικρή, που ήθελα, για να ποικίλλω με το ασύμμετρο ελικοειδές σχήμα της, το χώρο αυτό της εισόδου και εξόδου. Χάραξα στο βουνό δρομάκια για τους πεζούς, για να χαρούν τη φύση και να συντομεύσουν την πορεία προς το Μουσείο. Φύτεψα δέντρα, λουλούδια, έβαλα θάμνους και άφησα να φαίνεται το τραχύ φυσικό έδαφος κάπου-κάπου.

Το ένα κτίριο μήκους 14 μέτρων, που βλέπετε αριστερά σας, στεγάζει τη βιβλιοθήκη και το εργαστήριό μου. Το άλλο στο βάθος κτίριο, μήκους 24 μέτρων, είναι το κυρίως κτίριο του Μουσείου, που ενσωματώνεται με άλλα κτίρια από την πίσω πλευρά του. Θέλω να αναδείξω διάφορα μορφολογικά και ρυθμολογικά στοιχεία.

Αυτά είναι: οι καμάρες, τα παράθυρα σε τέσσερις διαφορετικούς τύπους (μερικά με σιδεριές) και οι εξωτερικοί πεταχτοί τοίχοι των αντικριστών τετράγωνων καμινάδων, με τα επίκρανα για τη στήριξή τους. Το Φως, που ποικίλλει από ανατολή μέχρι δύση, δημιουργεί πολλούς τόνους, με τις προβολές των διαφορετικών στοιχείων που ανέφερα. Αναδεικνύονται έτσι όγκοι (μικροί-μεγάλοι), γραμμές, χρώματα και φόρμες.

Προσπερνώντας τη δεύτερη στροφή του δρόμου, δεξιά σας, βρίσκεται το εικονοστάσι, πέτρινο, μικρό. Τις εικόνες του, τις παλαίωσα τεχνητά ο ίδιος. Το κτίριο, είναι δικό μου σχέδιο. Το δούλεψα από πηγές που πήρα από τα παραδοσιακά μας αρχοντικά, στα Γιάννενα και στην Ήπειρο γενικότερα. Προσπαθώ από την αρχή να έχω μεγάλη ενότητα στην ποικιλία και να κρατήσω την αφανή αρμονία, το ρυθμό και το μέτρο, κατά το δυνατόν. Ενώ το κτίριο το διαβάζετε εξωτερικά σα σπίτι, εσωτερικά δε λειτουργεί έτσι.

Το κενό που δημιούργησαν οι εξωτερικές επιφάνειες του κτιρίου, το αφιέρωσα στην ιστορία με 36 χώρους και όχι δωμάτια. Αυτή είναι και η δυσκολία της δουλειάς μου. Τίποτε δεν έγινε στην τύχη ή με μη ηθελημένη αφέλεια. Αναπτύσσω τοίχο πέτρινο μέχρι ένα ύψος. Λειτουργικά, υποτίθεται ότι το ισόγειο του κτιρίου δρα προστατευτικά ενάντια σε πιθανές επιθέσεις.

Έτσι, σα κτίριο φρουριακό που είναι, καθορίζω κλίμακες με τα μικρά ανοίγματα στον τοίχο του ισογείου. Το ισόγειο, υποτίθεται, είναι επίσης χώρος αποθηκών.

Τα γκαλντερίμια εδώ, διαφέρουν απ’ αυτά που περπατήσατε ήδη. Σε πολλές περιοχές της Ηπείρου, ο χειμώνας είναι βαρύς και μεγάλος σε διάρκεια. Όπως παρατηρείτε κι εσείς, τα γκαλντερίμια αυτά είναι στενά. Κατά μήκος των ορίων τους και ανά κάποια διαστήματα ενδιάμεσά τους (περίπου 0,5 με 0,75 μέτρα), τοποθετούν πακτωμένες κάθετα προς το έδαφος πλάκες.

Αυτές, προεξέχουν περίπου 5-8 εκατοστά και σκοπό έχουν να συγκρατήσουν τις οπλές ενός ζώου σε κάθε ατύχημα από πάγο και χιόνι. Στα περισσότερα γκαλντερίμια, οι πέτρες έχουν στρωθεί στο έδαφος και συγκρατείται η μια με την άλλη με τσιμέντο, ή παρόμοιο υλικό. Εδώ, τοποθετούνται οι πέτρες κάθετα (πάλι) στο έδαφος, σα σφήνες.

Η σοφία των λαϊκών ανώνυμων (και λίγων επώνυμων) αρχιμαστόρων και μαστόρων, πάνω στις κατασκευές, ήταν αρκετή. Με δίδαξαν με το έργο τους. Σεβάστηκα την πείρα και την ομορφιά που μας άφησαν. Επίσης, μπορώ να πω ότι πράγματι έχουμε μια συνέχεια, έστω και σε μέρος, από το Βυζάντιο ή και την Αρχαία ακόμη εποχή. με τα ρυθμολογικά στοιχεία που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, με τα πέτρινα ή ξύλινα δωρικά κυμάτια, τα επίκρανα και λοιπά στοιχεία.

Τα δυο κτίρια έχουν μια ανομοιογένεια ως προς τη μορφολογία τους. Το βλέπουμε στα σαχνισιά, που είναι από τις δυο μεριές, για να βλέπουν (υποτίθεται) οι δυο οικογένειες έξω στο δρόμο. Είναι ψηλά και μπορούν να βλέπουν μέσα απ’ αυτά, μακριά. Έτσι προφυλάσσονται από τους ληστές και τους κλέφτες. Έχουν πολλά παράθυρα γύρω-γύρω, γιατί είναι ο επίσημος χώρος (οντάς) του σπιτιού. Τα στηρίζω στους πέτρινους τοίχους.

Οι τοίχοι του ισογείου, είναι 45 εκατοστά. Τα 20 με 25 εκατοστά είναι πέτρα δεμένη με τσιμέντο και το υπόλοιπο κενό, που συμπληρώνεται με τούβλα. Κάθε πέτρινο παράθυρο είναι μικρό, για ασφάλεια και φέρει στην κορυφή δυο γωνιόλιθους σε σχήμα επίκρανου. Στους πέτρινους τοίχους, τοποθέτησα γύρω-γύρω πιάτα μικρά με παραστάσεις λαϊκές (λουλούδια, πουλιά, κ.α.), που ζωγράφισα και έψησα στο φούρνο μου, σε θερμοκρασία 615οC.

Από τον τοίχο, βγάζω έξω επιφάνειες 20 εκατοστών, που τις στηρίζω σε επίκρανα (φουρούσια) από πέτρα. Δημιουργώ με τον τρόπο αυτό σκιές, από τους όγκους του μορφολογικού αυτού στοιχείου.

Τα παράθυρα στον όροφο είναι ξύλινα. Τα ψηλά δεν έχουν σιδεριές, παρά μόνον τα χαμηλά, από την πίσω πλευρά (για ασφάλεια). Μόνη εξαίρεση, δυο σιδεριές σε παράθυρα της βιβλιοθήκης μου, που είναι όμορφες, γερές και καλοδουλεμένες. Όλα φέρουν επάνω δωρικό κυμάτιο.

Οι πόρτες είναι λίγες. Οι μικρές είναι για ασφάλεια και οι μεγάλες (βαριές), για τα ζώα που μπαίνουν φορτωμένα, υποτίθεται, κάτω στο ισόγειο. Όλες δε οι πόρτες έχουν δεξιά και αριστερά πολεμίστρες, για φρούρηση. Στη μια μικρή τοξωτή πόρτα της πρόσοψης, από πάνω της υπάρχει καταχύτρα (ζεματίστρα), για να την προστατεύει, χύνοντας στους ληστές ζεματιστό νερό.

Αφήνουμε την πρόσοψη και πηγαίνουμε στην πλάγια όψη, όπου υπάρχει άλλη μικρή τοξωτή πέτρινη πόρτα, με πολεμίστρες και μονόλοβο μικρό παράθυρο. Εκεί σχηματίζεται μικρός πλακόστρωτος χώρος, όπου τοποθετώ ένα πέτρινο πηγάδι. Αυτό δένεται με το βραχόκηπο που έρχεται από κάτω. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργώ εδώ παύση για τον επισκέπτη.

Τα υπόστεγα (χαγιάτια), που βλέπετε πιο πάνω, χωρίζονται σε δυο μέρη, με τοξωτή πέτρινη καμάρα. Όλο αυτό το μακρύ υπόστεγο, ησυχάζει το χώρο και ξεκουράζει. Είναι χαμηλόφωνο και προστατεύει από τις διάφορες καιρικές συνθήκες τον επισκέπτη.

Το μικρό κτίσμα μπροστά σας, είναι η είσοδος του Μουσείου. Ξεχωριστό, τόσο στην κατασκευή, όσο και στο ρυθμό του. Έχει δυο πόρτες παλιές. Μια μικρή τοξωτή και δυο μονόλοβα μικρά τοξωτά πέτρινα παράθυρα στην πρόσοψη. Στην άλλη πλευρά, μια μεγαλύτερη πόρτα (η είσοδος του Μουσείου), με τεχνητό πέτρινο διάκοσμο εξωτερικά, που φέρει χρονολογία 1786. Την αποτύπωσα και τη μετέφερα σε τσιμέντο. Το πρωτότυπο είναι στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, του χωριού Μαντείου Δωδώνης. Πάνω από την πόρτα εισόδου, έχω τοποθετήσει ένα πέτρινο “ανακουφιστικό” τόξο.

Το μικρό αυτό κτίσμα, δεν εφάπτεται από την πλευρά της κύριας εισόδου, στον τοίχο του υπόστεγου. Αφήνει ένα κενό λίγων εκατοστών. Μ’ αυτό τον τρόπο, θέλω να δείξω (τόσο με τον ρυθμό όσο και με την τεχνική) τη λειτουργικότητά του. Με την παλαίωση της πέτρας που έκανα, φαίνεται ότι δεν έχει καμία σχέση με το όλο κτίριο. Τονίζω με τον τρόπο αυτό, πως βρέθηκε –τάχα– εκεί. Ότι είναι σαν είσοδος μοναστηριού. Ότι δηλαδή, αυτό ήταν το κύτταρο που βρήκα και σεβάστηκα και μετά προσάρμοσα τα υπόλοιπα κτίσματα σ’ αυτό.

Το ψηφιδωτό που βρίσκεται αριστερά της εισόδου, είναι η μορφή της Παναγίας (αντίγραφο του ψηφιδωτού της Μονής Χίου, του 11ου αιώνα). Τις πέτρες για την κατασκευή του (που έκαμα εδώ και 25 χρόνια) τις επέλεξα ο ίδιος και τις επεξεργάστηκα πολύ προσεκτικά. Ροζ μάρμαρο από την Ηγουμενίτσα, γκρίζα πέτρα από το Μέτσοβο, άσπρη πέτρα από τα Μάρμαρα (Σαντοβίτσα) και ψηφίδες Μουράνο, για το υπόλοιπο τμήμα.

Οι καμάρες, τα πηγάδια και οι σπόνδυλοι, προέρχονται από παλιά, κατεδαφισμένα σπίτια στα Γιάννενα.

Η τρίτη αυτή πλατεία, περικλείεται από την ανατολική και νότια πλευρά, με βράχια. Είναι η αντιστήριξη των συνόρων του κτήματος. Είναι τεχνητή, μήκους 80 μέτρων περίπου. Στην αρχή, εδώ υπήρχε ένας κοίλος χώρος, που γέμισε με διάφορα πετρώματα, μετά τις εκσκαφές. Προχώρησα τις εκσκαφές μέχρι τα σύνορα (συρματοπλέγματα), για να μεγαλώσω την πλατεία και να της δώσω κατάλληλη κλίση. Συνέχισα λοιπόν την αταξία που προκάλεσα στη φυσική τάξη του χώρου αυτού. Είχα υπ’ όψιν ότι από την αταξία αυτή, θα προέκυπτε Τάξη υψηλότερη της πρώτης τάξης – Φύση. Άρα έχω λοιπόν:

  • Τάξη, από τη φυσική τάξη που βρήκα στο χώρο αυτό,
  • Τάξη, από αταξία που δημιούργησα
  • και τελικά Τάξη, που προήλθε από αταξία και τάξη.

Τοποθέτησα τα βράχια που βρήκα, μικρά-μεγάλα, όπως ήθελα να φαίνονται: ίδια με τα έξω του χώρου βράχια, που είχαν τη φυσική τους μορφή. Αφού τα προετοίμασα, άρχισα την επικάλυψη μέρους των βράχων με τσιμέντο. Στη συνέχεια δούλεψα με τσιμεντοχρώματα.

Το γιατί έκαμα τα παραπάνω είναι απλό. Θέλησα να σεβαστώ τον επισκέπτη, που κάθεται στο υπόστεγο και αγναντεύει πέρα τη μικρή πεδιάδα, με φόντο τα βουνά απέναντι. Να μην πάθει οπτική μόλυνση απ’ το σκαμμένο βουνό. Με τον τρόπο αυτό, προχωρεί η ματιά του παρατηρητή και ενώνεται και με τα εξωτερικά, αληθινά βράχια, ευγενικά.

Συμπληρώνω για τις στέγες δυο λόγια. Όλες είναι από τσιμέντο, περασμένες μετά με πίσσα και επικαλυμμένες με μαυρόπλακες, που μάζευα χρόνια τώρα, λίγες-λίγες, από κατεδαφίσεις σπιτιών. Έτσι όπως έκανα μια μίμηση των βράχων, έκανα και μίμηση των βουνών με τις στέγες, όχι μόνο για πρακτικούς λόγους (νερό, χιόνι, κ.λπ.), αλλά και για αισθητικούς.

Λόγω κλιματολογικών συνθηκών, έχουμε πολλά τζάκια. Οι προεκτάσεις αυτών, είναι οι καμινάδες πάνω στη στέγη. Έχω άλλες επίπεδες με τσούτσουρο, μια προς το νότο με δυο τσούτσουρους και άλλες με αέτωμα. Έχω δε και μια δίδυμη καμινάδα με ενωτικό τόξο, πέτρινο. Εδώ, λειτουργούν και ως αεραγωγοί, φυσικοί εξαεριστήρες. Χρειάζονται για την ανανέωση του αέρα, που έρχεται από τις πολεμίστρες του ισόγειου και βγαίνει από τις καμινάδες της οροφής. Πολλά μικρά ανοίγματα, θεατά και αθέατα, βρίσκονται γύρω από τη βάση του κτιρίου, εσωτερικά συνδεδεμένα με τις αίθουσες».

ΠΑΥΛΟΣ ΒΡΕΛΛΗΣ, 1991