Φιλική Εταιρεία

Φιλική Εταιρεία

«H “Φιλική Εταιρεία“, ιδρύθηκε ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1814, στην Οδησσό της Ρωσίας. Ορκίστηκαν τρεις άντρες. Ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος. Σ’ αυτούς τους ιδρυτές της, αναφέρομαι στη σύνθεσή μου αυτή.

Τα διάφορα κινήματα και εξεγέρσεις, που γίνονταν μέχρι τότε, έσβηναν γιατί δεν ήταν συντονισμένα. Η Φιλική Εταιρεία, έρχεται να κάνει μια γενική διεύθυνση και οργάνωση της προπαρασκευής του αγώνα. Ως οργάνωση, ήταν μυστική, το ίδιο και τα ονόματα των μελών της. Πίσω δε από την ανωνυμία, άφηναν τη φαντασία του καθενός να πιστεύει, πως τα άγνωστα αυτά ονόματα έκρυβαν μεγάλες πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα. Χρησιμοποιούσαν συνθηματικά στην αλληλογραφία τους, είχαν κρυπτογραφικό λεξικό και απαγόρευαν στα μέλη, να ανήκουν και σε άλλη μυστική εταιρεία. Ήταν υποχρεωμένοι να κρατούν τα μυστικά τους μέχρι θανάτου.

Στη Μόσχα, προσπάθησαν να γράψουν μέλη μεγάλους ομογενείς. Τους κορόιδεψαν. Τότε γνώρισαν ένα νέο απ’ την Τριπολιτσά, το Γιώργο Σέκερη, μορφωμένο και ποτισμένο στις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν το πρώτο μέλος που έγραψε ο Σκουφάς το 1814. Το 1818, μεταφέρεται η έδρα της Φιλικής Εταιρείας, από την Οδησσό, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Σκουφάς, σκέφτηκε και εφάρμοσε ένα σύστημα όμοιο μ’ αυτό των 12 Αποστόλων. Τα άτομα που διόρισε και απόστειλε, είχαν στόχο τη διάδοση της Φιλικής Εταιρείας και την εγγραφή καινούργιων μελών. Από τους πρώτους που έγραψαν, ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς Σταματελόπουλος,… κ.α.

Από τα πιο σημαντικά μέλη, ήταν και ο αδερφός του Γεωργίου Σέκερη, ο Παναγιώτης (μεγάλος έμπορος). Στήριξε οικονομικά την Εταιρεία, σχημάτισε ένοπλο σώμα και επάνδρωσε τα πρώτα πλοία για τον αγώνα. Πεθαίνει ο Νικόλαος Σκουφάς τον Ιούλιο του 1818. Στις 22 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, υπογράφουν στην Κωνσταντινούπολη, έγγραφο με το οποίο αναλαμβάνουν να έχουν ως έργο τους την αποκλειστική απασχόληση της Φιλικής Εταιρείας, οι: Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Νικόλαος Πατζιμάκης, Γεώργιος Λεβέντης, Αντώνιος Κομιζόπουλος και Παναγιώτης Σέκερης.

Ο Ξάνθος προσπαθεί να πείσει τον Καποδίστρια να δεχθεί, αλλά εκείνος αρνείται. Καταφεύγει τελικά στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που δέχτηκε πρόθυμα να γίνει “Γενικός Επίτροπος της Αρχής”, στις 15 Ιουνίου 1820. Δραστηριοποιείται έντονα και οργανώνεται γρήγορα. Γράφει σε καπεταναίους και προκρίτους σε στεριά και θάλασσα, να είναι έτοιμοι για επανάσταση. Το μεγάλο ερώτημα ήταν, από πού θα άρχιζε η επανάσταση. Στην αρχή είπαν από το Μοριά, μετά άλλαξε γνώμη ο Υψηλάντης. Κήρυξε την επανάσταση από τη Μολδοβλαχία, στις 22/2/1821. Αυτή η επανάσταση απέτυχε τελικά και ο ίδιος φυλακίστηκε στην Αυστρία για 7 χρόνια. Ακολούθησε η επανάσταση στο Μοριά, τη Ρούμελη και τα νησιά. Κράτησε οχτώ χρόνια και στο τέλος ανέτειλε η λευτεριά και δημιουργήθηκε το Νεοελληνικό Κράτος.

Ο Νικόλαος Σκουφάς (1779-1818) [στο κέντρο], γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Άρτα και μετά ασχολήθηκε με τον πατέρα του στο μικρομάγαζο, φτιάχνοντας σκούφιες. Από το επάγγελμά του αυτό, τον ονόμασαν Σκουφά. Σε ηλικία 20 χρόνων έφυγε για την Οδησσό της Ρωσίας. Δούλεψε σ’ όλη του τη ζωή υπάλληλος σε μεγαλέμπορους Έλληνες. Ήταν ο πρωτεργάτης, ο οργανωτής και καθοδηγητής της. Αγνός άνθρωπος και ηθικός, με μόνη ιδέα του τη λευτεριά του Γένους, που του έγινε πάθος. Πέθανε στα 40 χρόνια του, πάμφτωχος. Στο σπίτι του, ο Ξάνθος και η γυναίκα του, μαζί με τον γιατρό Μόσχο, περιποιήθηκαν τον άρρωστο [υπέφερε από την καρδιά του], μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Τσακάλωφ του έκλεισε τα μάτια στις 31 Ιουλίου του 1818. Θάφτηκε στο Αρναούτκιοϊ, στην εκκλησιά της Παμμεγίστης Ταξιαρχών, χωρίς να δει την Ελλάδα ελεύθερη.

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (1788-1851) [στα δεξιά σας], γεννήθηκε στα Γιάννενα. Μαθήτευσε στη Μαρούτσειο Σχολή, φυγαδεύτηκε όμως από τα Γιάννενα, εξαιτίας του κινδύνου που διέτρεχε από τον Μουχτάρ-πασά (γιο του Αλη). Πήγε στη Μόσχα, κοντά στον πατέρα του που ήταν γουναράς. Εκεί σπούδασε. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου μπήκε στην οργάνωση “Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο”. Η οργάνωση αυτή, φανερά μεν είχε σκοπό να ιδρυθούν σχολεία στην Ελλάδα, κρυφά όμως είχε απώτερο σκοπό την προετοιμασία μιας επανάστασης. Την πείρα που αποκόμισε, την διέθεσε για την προστασία της Φιλικής Εταιρείας. Γνωρίζεται, στην Οδησσό, με τον Σκουφά και τον Ξάνθο και ορκίζονται και οι τρεις το 1814. Μεταξύ 1815-1817, ταξιδεύει στο Παρίσι, τη Μόσχα, την Κωνσταντινούπολη, το Βόλο, τη Σμύρνη, πάντα με σκοπό να διαδώσει την Εταιρεία. Πολεμά ως υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, στο Δραγατσάνι (στον “Ιερό Λόχο”). Το 1822, κατεβαίνει στην Πελοπόννησο και παίρνει μέρος σε πολλές μάχες. Με την απελευθέρωση, είναι διορισμένος στον Καποδίστρια. αλλά μετά από τη δολοφονία του, φεύγει και γυρίζει στη Μόσχα, όπου πεθαίνει το 1851. Ο σεμνός, μορφωμένος και απλός αυτός ιδρυτής, δε ζήτησε ούτε θέσεις ούτε πρωτεία.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852) [στα αριστερά σας], γεννήθηκε στην Πάτμο, όπου και σπούδασε στην “Πατμιάδα Ακαδημία”. Ασχολήθηκε με το εμπόριο από τα 20 χρόνια του, ταξιδεύοντας διαδοχικά σε Τεργέστη, Οδησσό και Κωνσταντινούπολη. Το 1813 γυρίζει στην Οδησσό, όπου μαζί με τον Σκουφά και τον Τσακάλωφ, συνεργάστηκαν για την ίδρυση της Εταιρείας. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, προσπαθεί να απελευθερώσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο ίδιος όμως, δε δέχθηκε να δραπετεύσει. Έμεινε στο Βουκουρέστι για αρκετά χρόνια. Επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε μέρος σε αρκετές μάχες.

Κατηγορήθηκε αργότερα (από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο), ότι καταχράστηκε χρήματα της Φιλικής Εταιρείας. Απέσεισε την κατηγορία αυτή το 1837, στην Αθήνα. Με σκοπό να αφήσει παρακαταθήκη το βίο του, έγραψε το 1845 τα “Απομνημονεύματα” του. Τον δικαίωσε η Ανωτάτη Επιτροπή του Αγώνα και τον κατέταξε στην “Εξαίρετον και Ανωτέραν Πάσης Τάξεως Θέσιν”. Πέθανε σαν απλός ιδιώτης –πάμφτωχος– στην Αθήνα.

Πηγές βρήκα από πολλά βιβλία που γράφτηκαν για τους Φιλικούς. Τους απεικονίζουν σε ξυλογραφίες, χαλκογραφίες, σχέδια και ζωγραφικούς πίνακες. Επίσης, πάμπολλες περιγραφές ιστορικών, στάθηκαν γενικά βοηθήματα για να φτιάσω τη δική μου σύνθεση. Γνώρισα το χώρο που ορκίστηκαν, αρχικά από μια φωτογραφία ενός Έλληνα τουρίστα που φωτογράφησε το σπίτι αυτό, που βρίσκονταν στην πάροδο Κράσνη αρ.18, στην Οδησσό της Ρωσίας. Πάνω σ’ αυτή και σε δικά μου σχέδια, έκαμα το δωμάτιο και το εξωτερικό μπαλκόνι. Το Σεπτέμβρη του 2002, επισκέφθηκα το κτίριο που ορκίστηκαν. Σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο, με βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει και πολλά Ελληνικά βιβλία.

Φρόντισα στα πρόσωπά τους να φαίνεται η ηλικία τους, όπως θα ήταν όλοι τους το 1814. Ορκίζονται σα Χριστιανοί Ορθόδοξοι που ήταν, στο Ιερό Ευαγγέλιο. Οι εκφράσεις τους, είναι ανάλογες με τον χαρακτήρα του καθενός. Ιδιαίτερα όμως, προσπάθησα να τονίσω το πρόσωπο του καρδιοπαθή Νικόλαου Σκουφά [στο κέντρο]. Συγκεκριμένα, φρόντισα ιδιαίτερα τα υποτονικά στις κόγχες τους μάτια και τη γωνίωση στα χείλη. μια υποτονικότητα που αποδόθηκε φορματικά και χρωματικά.»

Παύλος Βρέλλης, Μπιζάνι 1994