Κλέφτες κι Αρματολοί

Κλέφτες κι Αρματολοί

«Στην Ελλάδα, έγινε κάτι μοναδικό. Αυτό το υπόδουλο Έθνος, σκλαβωμένο τετρακόσια χρόνια, μπόρεσε να κάνει δικό του στρατό, μέσα στο ίδιο το κράτος του καταχτητή. Ετοίμασε τη λευτεριά του, με τους Κλέφτες και τους Αρματολούς.

Ο Κλέφτης δεν είναι ληστής, είναι ο αρματωμένος Έλληνας που πολεμούσε τον καταχτητή Τούρκο και τ’ άρπαζε τα κλεμμένα του. Ήταν το καμάρι και ο προστάτης του σκλαβωμένου Ελληνισμού. Αυτό αρχίζει μετά το πάρσιμο της Κωνσταντινούπολης, περίπου γύρω στα 1529-1565.

Οι Κλέφτες είναι οργανωμένοι και γυμνασμένοι, είναι οι πιο ζωντανοί, που ξεκόβουν απ’ τη μάζα. Είναι ιδιόρρυθμα στρατιωτικά σώματα που έδρασαν στα βουνά και που αργότερα θα αποτελέσουν βάση για την τελική εξέγερση των Ελλήνων. Ήταν η ξύπνια ράτσα με το ντουφέκι και το σπαθί, αποτραβηγμένοι απ’ την Τουρκιά, στα βουνά, τα ελάτια, τις βρύσες,… Δεν έδιναν συνήθως μάχες κατά παράταξη, γιατί ήταν λίγοι. Ενεργούσαν με αιφνιδιασμούς και ενέδρες. Τους βοηθούσε ο λαός. Διατήρησαν τη θρησκεία, την παράδοση, τα ήθη και έθιμά τους.

Προκειμένου να περιορίσει τη δράση τους, ο Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566), αποφασίζει να εγκαινιάσει ένα παλιό θεσμό Βυζαντινών Αυτοκρατόρων [ο οποίος είχε εφαρμοστεί και από Βενετούς (“αρματόρες”)]. Οι Τούρκοι, τους ονόμασαν Αρματολούς και την περιφέρεια που επέβλεπαν, Αρματολίκι. Με τον τρόπο αυτό, επιτρέπουν στους πιο φημισμένους και δυναμικούς Κλέφτες, να αλλάξουν τρόπο ζωής και τόπο δράσης. Έτσι οι Κλέφτες είναι οι ταραξίες και οι Αρματολοί επιβάλλουν την τάξη. Προστατεύουν μια περιοχή, τόσο από κακοποιούς όσο και από Κλέφτες. Μισθοδοτούνται από την επαρχία στην οποία υπάγονται και απαλλάσσονται από κάποιους φόρους. Αυτά βέβαια είχαν σχεδιάσει οι Τούρκοι. Στην πράξη, οι Αρματολοί τους αποκοιμίζουν και σε ώρα κινδύνου, ειδοποιούσαν πολλές φορές τους Κλέφτες να φυλαχτούν. Κι όταν δεν τα πήγαιναν καλά μαζί τους, γίνονταν πάλι Κλέφτες.

Δημιουργούνται συνεχώς καινούργια ένοπλα σώματα και η Ακαρνανία γίνεται το κέντρο Αρματολών και Κλεφτών. Προς το τέλος της προεπανάστασης, τα Αρματολίκια γίνονται δεκαεφτά. Ζουν σχεδόν ανεξάρτητα, μέχρι την εποχή του Αλη-πασά, γιατί απ’ αυτόν και τους Τουρκαλβανούς του δέχτηκαν τη μεγαλύτερη αγριότητα. Ξαναγίνονται τώρα οι Αρματολοί, Κλέφτες. Άλλοι πηγαίνουν στα βουνά κι άλλοι στα Εφτάνησα, σε στρατούς άλλων χωρών (Γάλλων, Άγγλων, Ρώσων). Αποκτούν καινούργια πολεμική εμπειρία και αργότερα θα αποτελέσουν το γενικό σώμα του απελευθερωτικού στρατού της Επανάστασης του 1821.

Παρουσιάζω μια σπηλιά, απ’ τις τόσες που γνώρισα περπατώντας τα όμορφα βουνά της Ελλάδας. Η σύνθεση είναι φανταστική, δική μου. Εδώ, έχω μια σύμπραξη αρματολών και κλεφτών, με φυσιογνωμίες από διάφορες περιοχές. Το “επιτελείο” τους είναι μια σπηλιά τσομπαναραίων στα βουνά. Όλα τα αντικείμενα οικιακής χρήσης της εποχής, όπως: χερόμυλα, σκαφίδες, μπούντες, καρδάρες, σκεπάσματα (τσέργες, βελέντζες, κάπες,…), βρίσκονται στο αριστερό τμήμα της σπηλιάς. Στο δεξί μέρος, τα παλικάρια ξεκουράζονται για μια νέα επίθεση. Τα άλλα αντικείμενα, είναι απ’ αυτά που χρειάζονται και πρέπει να βρίσκονται μέσα στη σπηλιά.

Τα φρούτα που βλέπετε, είναι δημιουργίες δικές μου. Αρχικά, τα έπλασα από πηλό, κατόπιν τους έδωσα ανάλογες πατίνες με τέμπερες και μετά συμπλήρωσα τα τελευταία φινιρίσματα.
Μεγάλη προσοχή έχω δώσει στις φορεσιές. Χαρακτηριστικά στοιχεία, όπως η φουστανέλα, το πουκάμισο, το μεϊντάνι με τα ψεύτικα μανίκια στις πλάτες και το κιουστέκι (σταυρός) που φοριέται χιαστί στο στήθος, το χαϊμαλί (φυλαχτό), όπως και το χρησιμότατο “σελάχι” (η ζώνη που φοριέται γύρω από τη μέση με σκοπό να συγκρατεί όπλα και μαχαίρια), κάπες από τραγόμαλλο,… είναι μερικά απ’ αυτά που θεώρησα απαραίτητα να ενσωματώσω στο ντύσιμό τους.

Ο βασικός εξοπλισμός τους, περιλαμβάνει και το καριοφίλι (ονομάστηκε έτσι από το όνομα των “Kario e Filio” (Κάριο και Υιός) που είχαν έδρα τους τη Βενετία), εμπροσθογεμές όπλο με μακριά κάνη. Περίπου 45 καριοφίλια έφτιασα στο παλιό μου εργαστήρι στα Γιάννενα, το 1978. Τα διακόσμησα με λαϊκές παραστάσεις, ανάγλυφες, καθώς και διακοσμητικά ποικίλματα (ρόδακες, καρφιά, κ.α.). Το κοντάκι είναι από ξύλο οξιάς, η κάνη από μεταλλικό σωλήνα, τα διακοσμητικά στοιχεία από μπρούντζο. Λεπτά φύλλα ορείχαλκου ενώνουν μέταλλο και ξύλο. Τα διακόσμησα με χτυπήματα στα δεσίματα της κάνης και δικά μου σχέδια με την τεχνική οξείδωσης του “Σαββάτ” (προσφιλής τεχνική αργυροχρυσοχόων των Ιωαννίνων). Μου κόστισε πάρα πολύ χρόνο, τόσο να τα σχεδιάσω, όσο και να τα φτιάξω.

Ο γερο-κλέφτης κοντά στη φωτιά, καθιστός, τυλιγμένος με την κάπα, ξεκουράζεται. Είναι η αρχή του χειμώνα, ψηλά στο βουνό, μέσα σε μια απόμακρη σπηλιά. Οι περισσότεροι, ντυμένοι με βαριά μάλλινα ρούχα, καθένας με το δικό του τύπο, το σκοπό του, τις σκέψεις του, τις αποφάσεις που έχει πάρει, τη λεβεντιά που αποπνέει. Όλοι μαζί, κάνουν μια δύναμη, μια ψυχή, ένα σώμα.

Ο ήλιος εβασίλευε κι ο Δήμος διατάζει:
“Σύρτε παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ’ απόψε.
Κ’ εσύ, Λαμπράκη μ’ ανιψιέ, κάθου εδώ κοντά μου.
Να! τ’ άρματά μου φόρεσε, να είσαι καπετάνιος
κ’ εσείς, παιδιά μου, πάρ(ε)τε το έρημο σπαθί μου.
Πράσινα κόψτε τα κλαδιά, στρώστε μου να καθίσω
και φέρτε τον Πνευματικό να με ξομολογήση,
να του ειπώ τα κρίματα, όσα έχω καμωμένα.
Τριάντα χρόνια αρματολός κ’ είκοσι έχω κλέφτης
και τώρα μ’ ήρθε ο θάνατος και θέλω να πεθάνω.
Κάμετε το κιβούρι μου, πλατύ, ψηλό να γένη,
να στέκ’ ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω,
κι από το μέρος το δεξί, αφήστε παραθύρι,
τα χελιδόνια να ‘ρχονται, την άνοιξη να φέρνουν
και τα αηδόνια, τον καλό τον Μάη να με μαθαίνουν.
“»

Παύλος Βρέλλης, Μπιζάνι 1994