Κοσμάς ο Αιτωλός
«Σε μια πολύ κρίσιμη και φριχτή εποχή, για την Εκκλησία και το Γένος ολόκληρο, έζησε και έδρασε ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Παπάδες δεν υπήρχαν. Επικρατούσε αγραμματοσύνη, σκληρότητα, αθλιότητα, βαρβαρότητα και το χειρότερο, οι ομαδικοί εξισλαμισμοί, ολοένα και περισσότεροι γίνονταν.
Η καταγωγή των γονιών του, ήταν από το χωριό Γραμμένο της Ηπείρου. Ο Κοσμάς γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο της ορεινής Τριχωνίδας και Αιτωλίας, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν Αιτωλό. Αφού έφυγε από την περίφημη Σχολή των Βραγιανών (με δασκάλους όπως οι Ευγένιος Γιαννούλης, Γόρδιος, κ.α.), το 1743 (19 χρονών), πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και φιλολογία επί 17 χρόνια, κοντά σε μεγάλους δασκάλους του Γένους, όπως οι Παναγιώτης Παλαμάς και Ευγένιος Βούλγαρης.
Το 1760 (σε ηλικία 46 χρονών), παίρνοντας άδεια από τον Ηπειρώτη Πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ να κηρύττει, άρχισε το ιεραποστολικό του έργο, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Ήταν ρήτορας. Γοήτευε. Το ύφος του απλό και πειστικό. Τα δύσκολα τα έκαμε απλά για να τα καταλάβουν. Τα κηρύγματα του δεν ήταν μόνο θρησκευτικά, αλλά και κοινωνικά και εθνικά (πολύ συχνά μιλά για το “Γένος” και το “Ποθούμενο”).
Έδινε τη μεγαλύτερη μάχη κατά της αγραμματοσύνης και σταμάτησε τους εξισλαμισμούς (με αμέτρητες βαπτίσεις), γι αυτό και είναι Ιεραπόστολος. Είναι επίσης Εθναπόστολος και μεγάλος Δάσκαλος του Γένους, γιατί με το έργο του πάνω στη βουνίσια και αγράμματη μερίδα των ελλήνων ραγιάδων, τους κράτησε την Πίστη και την Εθνικότητά τους. Έκαμε 210 Σχολειά “κοινών γραμμάτων”, για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν τα Ελληνόπουλα και 10 για ανώτερες σπουδές, για να βγαίνουν αποφοιτώντας απ’ αυτά, μορφωμένοι παπάδες και δάσκαλοι.
Όσο ζούσε, τον τιμούσαν και Χριστιανοί και Μωαμεθανοί. Για παράδειγμα, αναφέρω το σεβασμό που του είχε ο Αλη-πασάς, επειδή προφήτεψε (όταν εκείνος ήταν νεότερος) τις κατακτήσεις που θα έκανε. Επίσης, έχει μείνει ακόμη, μέχρι και τις μέρες μας, η απάντησή του σε ερώτημα για το αν θα γίνει Σουλτάνος: “θα πας στην Πόλη αλλά με κόκκινα γένια” … προβλέποντας ακόμη και τη φύση του θανάτου του.
Άνθρωπος με τέτοια ακτινοβολία και επιρροή, ήταν φυσικό να γίνει στόχος αρκετών ομάδων που τα συμφέροντά τους θίγονταν. Έτσι, δωροδόκησαν τον Κούρτ-πασά του Μπερατίου, για να τον σκοτώσουν. Τον κρέμασαν στις 24 Αυγούστου του 1779. Το Πατριαρχείο δε μπόρεσε τότε να τον ανακηρύξει Άγιο, κάτι που έγινε το 1961, όπου και καθιερώθηκε να γιορτάζεται η μνήμη του, την ημέρα του θανάτου του.
Από τη διδασκαλία του σώθηκαν αρκετές διδαχές και προφητείες, που εκπλήσσουν ακόμη και σήμερα. Προφητείες του για το “Ποθούμενο” (την ελευθερία του Γένους), προφητείες για την Ήπειρο (1912-1913 και 1940) και για πολλές εφευρέσεις (τηλέφωνο, αεροπλάνα,…).
Είναι ο πρώτος εφαρμοστής του συστήματος “Δωρεάν Παιδεία”. Και όχι μόνο αυτό, αλλά υποστήριζε ότι “Αμαρτάνετε πολύ με το να αφήνετε τα παιδιά σας αγράμματα και τυφλά και να φροντίζετε μόνο να τους αφήνετε πλούτη και υποστατικά. Καλλίτερα να τ’ αφήσετε φτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα”. Στα μάτια όλων των ραγιάδων, είναι και ο ιδανικός εκφραστής του συνθήματος “ισότης-αδελφότης-δικαιοσύνη”. Φεμινιστής ο ίδιος, έλεγε: ” Ίδια την έκαμεν ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέραν”.
Ήταν μια προσωπικότητα εντελώς ιδιόρρυθμη, ανεπηρέαστη και πρωτότυπη. Θεωρούσε ότι η θρησκευτική, ηθική, οικονομική, κοινωνική και πνευματική αναγέννηση του Έθνους, ήταν τα μόνα μέσα που άνοιγαν το δρόμο για τον ξεσηκωμό και τη λευτεριά. Να εκπληρωθεί επιτέλους το Ποθούμενο. Κι όπως και έγινε, μετά τη συγκομιδή των καρπών που έσπειρε.
Πηγές για την προσωπικότητά του, είχα πάρα πολλές, από βιογράφους της εποχής του και από πολλούς άλλους συγγραφείς. Ιδιαίτερα δε για τη φυσιογνωμία του, βασίστηκα σε μια εικόνα, περισσότερο από πολλές άλλες, που βρίσκεται σήμερα σε μια εκκλησία της Ηπείρου, τον Άγιο Νικόλαο Ζίτσας. όπως μου είχε υποδείξει παλιότερα ο μεγάλος μας Αγιογράφος Φώτης Κόντογλου.
Εδώ, τοποθετώ τον Άγιο Κοσμά όρθιο, μ’ ένα ιερό βιβλίο στο δεξί του χέρι, όπως αυτά που μοίραζε ο ίδιος κατά χιλιάδες. Είναι κοντά στον ξύλινο σταυρό που άφηνε, όταν έφευγε από κάποιο μέρος στο οποίο είχε διδάξει. Το εικονοστάσι, το ’φτιασα πέτρα-πέτρα σε ανάλογη κλίμακα, για να δέσω όλη τη σύνθεσή μου.
Είναι ανεβασμένος στο μικρό βάθρο που ’φερνε πάντα κοντά του, μικρόσωμος, σ’ ηλικία μεγάλη, απλός, σεμνός, να μιλά με γλυκύτητα και πραότητα.»
Παύλος Βρέλλης, Μπιζάνι 1994