Ο Σκλαβωμένος Ελληνισμός στις Φυλακές

Ο Σκλαβωμένος Ελληνισμός στις Φυλακές

«Πολλές φυλακές είχε η Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ήταν για να φυλακίσουν την Ελληνική ψυχή, που πολέμησε με τον τρόπο της τον κατακτητή. Ήταν ένας χώρος που φυλακίζονταν η δύναμη και η λευτεριά, ένας χώρος που φυλακίζονταν το πνεύμα, το όνειρο κάθε Έλληνα ραγιά, που ζητούσε να είναι ελεύθερος.

Βρίσκονταν μέσα σ’ αυτές, από αποτυχίες στις μάχες, ή από ενέδρες και αποτυχημένες αποστολές, ή από κουβέντες που έλεγαν για Λευτεριά. Σάπιζαν, χωρίς ήλιο, νερό, φαΐ, άρρωστοι χωρίς περιποίηση. Ο χρόνος που ζούσαν, ήταν για άλλους ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια και για άλλους μέχρι το θάνατο.

Αμέσως μετά τη σύνθεση του Κατσαντώνη, περνάμε αριστερά από μια πέτρινη καμάρα, κοντά σε βράχια που στηρίζουν μικρό μέρος του καμαροσκέπαστου διαδρόμου. Η διαδοχή βράχων και τοίχων, δηλώνει το που χτίστηκαν οι φυλακές. Δούλεψα με μεγάλη δυσκολία, όλο αυτό το χώρο (το εσωτερικό της αίθουσας και τους διαδρόμους). Όλες αυτές τις χιλιάδες πέτρες, τις κόλλησα στον τοίχο από τούβλα, με τσιμέντο. Τις χρωμάτισα ανάλογα, για να δημιουργήσω υγρή-μουχλιασμένη και καταθλιπτική ατμόσφαιρα.

Παίρνουμε λοιπόν την πρώτη πληροφορία, από ένα μικρό παράθυρο με πυκνές σιδεριές. Απ’ αυτό, ο επισκέπτης βλέπει μέσα από τα επτά πλάνα, το μικρό και στενό χώρο της φυλακής. Αρχίζει πρώτα από ένα σταυροθόλιο και καταλήγει στο βάθος ενός τοίχου. Βάζω το σταυροθόλιο πρώτο, σα φόρμα που πιέζει αισθητικά, για δώσω το κλίμα των φυλακών. Αναπτύσσονται, σιγά-σιγά, διάφορα μικρά και μεγάλα τόξα, πεσσοί, παραθύρες, σκάλες, κόγχες, ελλειψοειδείς καμάρες, κ.α. Έτσι, δημιουργώ χώρους που μαρτυρούν με το δικό τους τρόπο την καταπίεση που ασκούν.

Με τα τόξα που παραθέτω το ένα μετά το άλλο (αρχίζοντας από το ψηλότερο που είναι πιο κοντά στον επισκέπτη), οδηγώ διαδοχικά το βλέμμα του παρατηρητή. Ο φυλακισμένος που βλέπουμε σε πρώτο πλάνο, βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση από τον επισκέπτη. Ο φυλακισμένος που τοποθετώ στο βάθος, βρίσκεται πίσω από την σκάλα, που θα ανεβείτε αργότερα για να ανεβείτε στο Κούγκι.

Προχωρώντας στο διάδρομο, δεξιά σας είναι μια πόρτα με γυφτόκαρφα πλατυκέφαλα. Αυτή είναι μια από τις εξόδους κινδύνου, αλλά και λειτουργικό στοιχείο των φυλακών. Στρίβοντας τώρα αριστερά μας, παρουσιάζεται ένας μεγάλος διάδρομος και στο βάθος η φυλακή του Ρήγα Φεραίου. Δημιουργώ έναν άξονα μεγάλο και σταματώ τον επισκέπτη στο μέσο του. Από ένα μεγάλο άνοιγμα με χοντρές σιδεριές αριστερά, θα δει όλη τη σύνθεση της Φυλακής. Για να αισθανθεί περισσότερο το βάθος ο επισκέπτης, δημιουργώ μικρά ανοίγματα πάνω στην καμάρα και προς τον τοίχο του διαδρόμου.

Πάνω από το χώρο της φυλακής, που είναι καμαροσκέπαστη και στηρίζεται εσωτερικά σε πεσσούς, έφτιασα το “Κούγκι” και πάνω από την οροφή του Κουγκίου, το θέμα “Μικρά Ασία”.

Περπάτησα και γνώρισα, σ’ όλη την Ελλάδα, όσες μπόρεσα φυλακές, της εποχής της Τουρκοκρατίας. Δάκρυσα μαζί με τις σταγόνες που έπεφταν πάνω μου από την υγρασία. Πόνεσα τον πόνο τους, έμαθα τα μυστικά τους και θαύμασα την αντοχή τους στο χρόνο. Έκλινα σε κάθε μια το γόνυ μου, σε μια βουβή προσευχή, για τις ψυχές που χάθηκαν.

Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, φυλακίστηκα –νέος τότε– στη Ζωσιμαία Σχολή και στις φυλακές του Αγίου Κοσμά, στα Γιάννενα. Κατάλαβα στο διάστημα αυτό τι θα πει φυλακή, τι θα πει φυλακισμένος, μελλοθάνατος, αλλά και τι θα πει λευτεριά. Γι’ αυτό, από τις φυλακές που είδα, φωτογράφησα, σχεδίασα και έζησα. έκαμα εγώ μια δική μου σε σχέδιο και σύνθεση φυλακή, που διηγείται και φέρνει στη μνήμη, όλες τις φυλακές της προεπανάστασης. Έβαλα μέσα όλους τους ανθρώπους που πολέμησαν τον τύραννο: νέους, γέρους, μορφωμένους και λαό. Προσπάθησα να δώσω στις φιγούρες που τοποθέτησα, χαρακτήρες ανθρώπων σε ψυχικές καταστάσεις πολυποίκιλες και θέσεις ανάλογα με τον ψυχισμό και την προσωπικότητά τους.

Στις φιγούρες, απεικονίζω τον πόνο (σωματικό και ψυχικό), την αγανάκτηση, το μίσος, την υπομονετικότητα της ψυχής, τον υπέρτατο πόνο, τη συγκρατημένη οργή, το μαρασμό, την εκδίκηση και το θάρρος.

Βλέποντας από το μικρό παράθυρο…

Σε πρώτο πλάνο, του λαού άνθρωπος, κάθεται σκεπασμένος με την πίκρα στα χείλη του. Αριστερά προς τον τοίχο, ακουμπισμένος στη γωνία και σκεπασμένος με την τριμμένη κάπα του, άρρωστος και πονεμένος, ζητά κρυφή εκδίκηση. Στο βάθος, ένας από τους παλιούς φυλακισμένους, που δεν είδε το φως χρόνια, κείται άσπρος και μαραμένος. Προσπαθεί με το δεξί του χέρι, να πάρει το μουχλιασμένο-ποντικοφαγωμένο ψωμί. (Το ψωμί τα έφτιασα στο εργαστήρι μου από διογκωμένη πολυουραιθάνη.)

Βλέποντας από τη μεγάλη καμάρα…

Κοντά στον επισκέπτη είναι ένας νέος, χτυπημένος στο κεφάλι και στο σώμα και δείχνει το σωματικό και ψυχικό του πόνο. Ο γέρος, πίσω, παλιός κλέφτης των βουνών, χτυπημένος πολύ, δείχνει την αγανάκτηση και κρατά το βάρος του πόνου και των χρόνων του με δυσκολία. Κοντά στη σκάλα, με τα γυαλάκια και με υπομονετικότητα ψυχής, προσπαθεί ο διανοούμενος στοχαστής να βρει τον εαυτό του στο χώρο. Στο βάθος, πίσω από την πόρτα της σκάλας, μέσα από ένα παραθυράκι, φαίνεται το κεφάλι (μόνο) ενός από τους φρουρούς. Απέναντι στο βάθος, κάτω από τη μεγάλη και τις μικρές κόγχες και κογχάρια, προσπαθεί ένας γεροδεμένος κλέφτης με ψυχικό θάρρος, να βοηθήσει τον βαριά χτυπημένο γέρο αρματολό, ο οποίος με κόπο συγκρατεί την οργή και την αγανάκτησή του. Στο βάθος των φυλακών, αριστερά, ένας παπάς κάθεται με υπομονή, θάρρος και πίστη και βάζει το χέρι του στον φυλακισμένο πατριώτη, που ξεψυχά με τον υπέρτατο πόνο.

Έζησα με την αγωνία μου, δουλεύοντας μήνες για να τελειώσω. Αφήνω τον καθένα επισκέπτη, να αποκαλύψει αυτό το κλειστό μέρος, που λέγεται και είναι στα χρόνια της προεπανάστασης, Φυλακή.»

Παύλος Βρέλλης, Μπιζάνι 1994