Μικρά Ασία (1922)

Μικρά Ασία (1922)

«Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας δε χάθηκε. Μπορεί να έχασαν την πρότερη μορφή τους, ο Πόντος, η Καππαδοκία και άλλες περιοχές. αλλά οι Πόντιοι, οι Καππαδόκες, όπως οι Ίωνες και οι Αιολείς παλιότερα, μπόλιασαν τη μητέρα Ελλάδα. Η πίκρα της αρχικής μετοίκησης, μιας που αρχικά δεν έγιναν άμεσα αποδεκτοί, χάθηκε με το χρόνο και παραχώρησε τη θέση της στο σεβασμό, που έπρεπε απ’ την αρχή να έχει ένας Έλληνας για το συγκάτοικό του. Έκαναν την Ελλάδα πιο στέρεα, πιο σοφή, πιο πλούσια σε πολιτιστικά στοιχεία.

Μεγάλες συμφορές χτύπησαν τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Από τα 5.500.000 πληθυσμού της, μόνον 1.500.000 γύρισαν… Οι υπόλοιποι, είτε σκοτώθηκαν σε καταναγκαστικά έργα, είτε βρήκαν τραγικό θάνατο, είτε σφάχτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, είτε υπέκυψαν στις αλλεπάλληλες κακουχίες. Όσοι επέζησαν, σκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι ξένοι σύμμαχοί μας (Γάλλοι, Ιταλοί, Άγγλοι) έμειναν αμέτοχοι στην καταστροφή της Μικράς Ασίας. Ο λαός αυτός γέννησε Πολιτισμό, έδειξε αξιοπρέπεια, κράτησε την υπερηφάνεια του. Με το μικρό τους μπόγο, οι ξεριζωμένοι αυτού του τόπου έφεραν στην Ελλάδα τα ιερά τους αντικείμενα, τα κειμήλια, τις παραδόσεις και την Ιστορία που έγραψαν τόσους αιώνες.

Δημιουργώ εδώ, ένα σοκάκι κάποιου νησιού του Αιγαίου, που στάθηκε ο πρώτος σταθμός του ξεριζωμένου. Στηρίζω τη σύνθεση πάνω στον τεχνητό ουρανό του Κουγκίου και διαιρώ τους χώρους που προκύπτουν, δημιουργώντας επίπεδα με τις προσόψεις των σπιτιών. Προσπαθώ να αποδώσω μορφολογικά και ρυθμολογικά στοιχεία που έχουν τα ωραία νησιά μας, τονίζοντας με διπλά επίκρανα-φουρούσια (από λεπτό πανί), την ξωπεταχτή επιφάνεια ενός σπιτιού δεξιά. Όμοια, σχηματίζω ξύλινες αντηρίδες, στο γειτονικό απέναντι κτίριο. Η ομοιογένεια αυτών των ρυθμολογικών στοιχείων, με βοηθάει να προσαρμόσω την κλίμακα της γειτονιάς που αναπαριστώ και το προοπτικό βάθος που θέλω να δημιουργήσω, στον πολύ μικρό αυτό χώρο. Τα υλικά μου είναι σίδερα, νευρομετάλ, τσιμέντο, ξύλα και πέτρες. Σκόπιμα, αφήνω απ’ τον φθαρμένο σοφά να φαίνονται πέτρες μικρές, για να βρει ο επισκέπτης το εξωτερικό Μέτρο – Κλίμακα.

Σ’ αυτό το χώρο, απλώνω τις φιγούρες, αφήνοντας στα πρόσωπα διάχυτο τον πόνο και την απογοήτευση. Βάζω όλες τις ηλικίες και τα επαγγέλματα που μπορώ. Η σύνθεση παρουσιάζει στο πίσω πλάνο έναν ιερέα (συμβολικά σαν κεφαλή της μικρής ομάδας), έναν καταπονημένο αστό, έναν προβληματισμένο αγρότη και μια μάνα με την κόρη της. Σε πρώτο πλάνο κάνω αντίθεση σε μορφές και ηλικίες, παρουσιάζοντας μια γιαγιά με την εγγονή της. Η μικρή κοπελίτσα πιάνεται (συνδέεται) απ’ το μαντήλι της γιαγιάς, η δε γιαγιά ακουμπά στο μπογαλάκι με τα τελευταία της υπάρχοντα: τις στερνές της θύμησες. Η Ύλη (όπως θα δούμε και στην Αρχαία Ελλάδα), είναι συχνότατα η αμεσότερη σύνδεση μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Κι εδώ, φροντίζω να το παρουσιάσω έμμεσα, μιας που η μικρή κοπέλα θα αρχίσει τώρα να ζει τη ζωή της, προσπαθώντας να δημιουργήσει το μέλλον της, ενώ η ηλικιωμένη γιαγιά συλλογίζεται πώς θα αφήσει πίσω της το παρελθόν της και τη ζωή που δημιούργησε. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δυο αυτές μορφές-γενιές δεν υπάρχει. Απώλεια πολέμου.»

Παύλος Βρέλλης, Μπιζάνι 1994